- κατατειχίζω
- κατατειχίζω (Α)1. (σχετικά με τείχη) χαλώ, γκρεμίζω2. (σχετικά με τόπο) περιβάλλω με τείχος, οχυρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατειχισάμενος — κατατειχίζω fortify aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)